Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Το απονενοημένο διάβημα της Γλώσσας...



     «Η ελληνική γλώσσα έχει ένα πλούσιο λεξολόγιο...» Στην άλλη πλευρά του γραφείου στο κτίριο της Άλφαβήτας αυτή η πρόταση, που ακούστηκε από την ανοιχτή τηλεόραση, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ήδη γεμάτο ποτήρι... «Δεν πάει άλλο. Δεν αντέχω με αυτή την κατάσταση...» ψέλλισε η ψιλόλιγνη φιγούρα με το ολόλευκο φόρεμα και σηκώθηκε από την πολυθρόνα προχωρώντας  με αργά βήματα στο δωμάτιο της Γνώσης. Το φως του φεγγαριού που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο έδωσε σάρκα και οστά στην φιγούρα με το λευκό φόρεμα. Ήταν η Γλώσσα...
     Χρόνια τώρα είχε υπομείνει τα τερτίπια και την ημιμάθεια των ανθρώπων. Και καλά εκείνων που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και δεν είχαν την δυνατότητα να μάθουν να μιλούν, να γράφουν και να εκφράζονται σωστά, η εκείνων που αντιμετώπιζουν προβλήματα υγείας με αποτέλεσμα να αντικατοπτρίζεται αυτό στην γλώσσα τους και στον γραπτό τους λόγο. Οι άλλοι όμως? Καθηγητές, μουσικοί, ποιητές, διάσημοι αστέρες της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, γιατροί και πάσης φύσεως άνθρωποι με... καλλιτεχνική φλέβα, πως είναι δυνατόν να... σκοτώνουν με τέτοιο τρόπο τις λέξεις?


     Η Γλώσσα το είχε πάρει απόφαση. Δεν μπορεί πλέον να είναι μέρος αυτού κόσμου. Είχε φτάσει πλέον η στιγμή να περάσει στην αιωνιότητα. Σηκώθηκε από το γραφείο της και αυτή την φορά με γοργά βήματα πήγε στο δωμάτιο της Ορθοφωνίας να ετοιμάσει ένα κείμενο. Ξεκίνησε να γράφει. «Ξέρω πως η κίνηση που πρόκειται να κάνω θα σας φανεί παράξενη. Όμως δεν αντέχω άλλο. Έχω κουραστεί. Προσπάθησα τόσα χρόνια,  έφτιαξα μισές λέξεις, έφτιαξα καινούργιες λέξεις, επεξεργάστηκα, αλλά τίποτα. Αποτέλεσμα μηδέν. Εσείς οι άνθρωποι νομίζετε πως τα ξέρετε όλα. Δεν μπορεί όμως αγαπημένοι μου να τα θυσιάζουμε όλα στο βωμό της προβολής, της διαφήμισης, των χρημάτων, της δόξας. Γι’αυτό σας αφήνω.»
    Κλείνοντας έτσι λιτά και επιγραμματικά το γράμμα της η Γλώσσα πήγε στο δωμάτιο της Ορθογραφίας, πήρε τα κλειδιά που βρίσκονταν πάνω στο ξύλινο τραπέζι και προχώρησε προς  την πόρτα του μεγάλου κτιρίου. Πριν κλειδώσει, γύρισε, κοίταξε λυπημένα τα δωμάτια του κτιρίου της Άλφαβήτας και αμέσως μετά ανέβηκε την σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα.
Έκανε πέντε βήματα και έφτασε την άκρη της. Με μια αργή κίνηση, σήκωσε το κεφάλι της και έριξε μια ματιά στο ολόγιομο φεγγάρι. «Τι όμορφο που είναι» σκέφτηκε. Με μια ξαφνική δεύτερη κίνηση πήδηξε στο κενό της ημιμάθειας και της ανορθογραφίας.... Η Γλώσσα μας είναι πια παρελθόν...

1 σχόλιο:

Αναγνώστες

Page translation