Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ο παλιός Φάρος...

«Τι κρύο απόψε και αυτό Θεέ μου... Και αυτός ο αγέρας... Μανιασμένος, ουρλιάζει σα να μη θέλει να με αφήσει να ξεκουραστώ... Σα να μου λέει, το νου σου, έχε το νου σου κι απόψε...» Οι σκέψεις τυραννούσαν τον Μηνά, τον νεαρό φαροφύλακα που είχε ακούσει τόσες και τόσες ιστορίες για αυτόν τον φάρο... Ιστορίες παράξενες, απόκοσμες, για πλοία που χάθηκαν και δεν εμφανίστηκαν ξανά και για στιγμές που τα κύματα, θεόρατα, λες και θα τον γκρέμιζαν και θα χανόταν στο απέραντο της θάλασσας...
 «Και οι φωνές; Αυτές οι φωνές μου έμοιαζαν σαν ψαλμωδίες και που ο Καπεταν Διονύσης, ο πιο παλιός φαροφύλακας της περιοχής, τις ονόμαζε ψαλμωδίες του διαβόλου;» O Μηνάς προσπαθούσε να σκεφτεί λογικά μα οι ιστορίες των παλιών δεν τον άφηναν. Τα κύματα μανιασμένα χτυπούσαν τον πέτρινο φάρο, ενώ ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που θαρρείς πως θα τον σήκωνε στον αέρα...  Οι σκέψεις επανήλθαν αυτή την φορά πιο έντονες. Οι φαροφύλακες από παλιά αντιμετωπίζονταν από τους ανθρώπους με επιφύλαξη. Πολλοί ήταν εκείνοι που έβλεπαν με θαυμασμό τους «φύλακες της θάλασσας» όπως τους ονόμαζαν, αλλά περισσότεροι εκείνοι που θεωρούσαν πως η απομόνωση τους έκανε να χάνουν τα λογικά τους....
 Τούτο το βράδυ ο νεαρός φαροφύλακας αναλογιζόταν την ζωή του... Από μικρός ήθελε να γίνει φαροφύλακας. Τον μάγευε η θάλασσα, το απέραντο γαλάζιο, η σκέψη πως βοηθούσε τα καράβια να βρουν τον χαμένο δρόμο τους, να συνεχίζουν την πορεία τους με ασφάλεια. Απ’ την άλλη ποτέ δεν έζησε τις χαρές της ζωής. Η οικογένεια του ήταν πολύ φτωχή και έπρεπε από πολύ μικρός να δουλέψει για να βγάλει τα προς το ζην.
 Θυμάται όμως με νοσταλγία την μάνα του. Την κυρά-Λενιώ με τα μεγάλα μυγδαλωτά μάτια... και τον πατέρα του τον μπαρμπά-Γιάννη τον ναυτικό... Μοναχοπαίδι και  όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις του κάνανε όλες τις χάρες. Όσες άντεχαν τα οικονομικά τους βέβαια. «Να κάνεις αυτό που θέλεις γιέ μου. Μα να προσέχεις τη θάλασσα. Είναι μεγάλη καρδιοκλέφτρα...» του έλεγε ο μπαρμπά-Γιάννης ο πατέρας του όταν σεργιανίζανε μαζί δίπλα στην θάλασσα... «Πόσο δίκιο είχε» αναλογίστηκε ο Μηνάς και αμέσως ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του... Του λείπανε οι γονείς του... Μόνος στον κόσμο πλέον, με μοναδική ασχολία του, λειτούργημα όπως έλεγε ο ίδιος, να είναι φαροφύλακας σκέφτεται πόσο του έχει λείψει η ανθρώπινη επαφή...  Η ώρα πήγε τρεις τα ξημερώματα. Ο αέρας συνέχιζε να  φυσάει μανιασμένος... Τα βλέφαρα του Μηνά με δυσκολία μένουνε ανοιχτά. Καθισμένος στην ξύλινη καρέκλα, παρατηρεί με κάθε λεπτομέρεια τι συμβαίνει στην θάλασσα και ο σκέτος καφές τον βοηθάει πολύ σε αυτό μιας και τον κρατάει ξύπνιο.  Το φως του φάρου φωτίζει το σκοτεινό τοπίο και μέσα σε αυτό το λίγο διάστημα που φωτίζονται τα απόμακρα σημεία ο Μηνάς προλαβαίνει και ελέγχει αν όλα είναι καλά... Ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, στον άσπρο τοίχο είναι κρεμασμένη η εικόνα του Αγίου Νικολάου, του προστάτη των ναυτικών. Πολλές είναι οι φορές που ο Μηνάς την κοιτάζει και κάνει την προσευχή του να πάνε όλα καλά για όσους βρίσκονται εκεί έξω... «Ότι πέρασε, πέρασε. Ώρα για ύπνο» σκέφτηκε ο Μηνάς καθώς η ώρα είχε πάει τρεισήμισι. 
 Αφού έβγαλε τα παπούτσια του και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του, ξάπλωσε στο κρεβάτι και έριξε τα σκεπάσματα πάνω του μιας και το κρύο ήταν τσουχτερό...  Ξαφνικά οι φόβοι του για τις ιστορίες του φάρου έφυγαν... Χάθηκαν. Ο ήχος των κυμάτων δεν τον φόβιζε πια... Ο παφλασμός τους πάνω στις πέτρες ηχούσε σαν τραγούδι στα αυτιά του. Ένα τραγούδι τόσο γνωστό για αυτόν. Το αγαπημένο του. «Τον φίλο μου τον φάρο τον πιο παλιό, απ όλους μου τους φίλους τον πιο καλό, μες στο βαθύ σκοτάδι παρακαλώ φέξε το νυχτωμένο μου μυαλό... Φώτισε τ’όνειρο μου να θυμηθώ, τη ρότα μου να πάρω να ξαναβρώ, να λάμψει σαν αλήθεια ρίξε το φως, συ που σαι τόσο μόνος κι είσαι σοφός...»

4 σχόλια:

Αναγνώστες

Page translation