Ένας γκάνγκστερ ήταν. Ένας δεινός εκτελεστής. Ένας "φονιάς" που όμοιο του δεν είχαν δει τα ευρωπαικά γήπεδα του μπάσκετ. Ο Νίκος Γκάλης, ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών και ένας από τους κορυφαίους παγκοσμίως, ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία του ελληνικού αθλητισμου. Και αν ο ίδιος, πολύ πετυχημένα, είχε πει έπειτα από τη νίκη της Ελλάδας επί της Ιταλίας στο Ευρωμπασκετ του 87' το αξέχαστο "είδα στα μάτια τους ότι θα τους κερδίζαμε", τότε ο ελληνικός λαός είχε δει στα μάτια αυτού του χαρισματικού αθλητή, τον άνθρωπο που ενσάρκωνε τον ψυχισμό του...
Κάποτε στην Αμερική Γεννήμένος στο Νιού Τζέρσευ των ΗΠΑ στις 23 Ιουλίου 1957 από Ροδίτες γονείς, έδειξε από μικρός ότι θα γινόταν... μεγάλος. Ασχολήθηκε με την πυγμαχία μιας και οι κακόφημοι δρόμοι του Νιου Τζέρσευ προσφέρονταν για τέτοιου είδους... ενασχολήσεις, αλλά τελικά τον κέρδισε το μπάσκετ και μάλιστα λίγο καιρό πριν έρθει στην Ελλάδα, επιλέχθηκε στο νούμερο 68 του ντραφτ από τους θρυλικούς Μπόστον Σέλτικς του Λάρι Μπερντ, έπειτα απο μια εξαιρετική χρονιά που είχε στο πανεπιστήμιο Σετον Χολ.
Ό ίδιος όμως το 1979 προτίμησε να έρθει στον Άρη Θεσσαλονικής ξεκινώντας μια τεράστια καριέρα που ουσιαστικά τελείωσε το 1994, όταν και έφυγε από τον Παναθηναϊκό, έπειτα από διαφωνία που είχε με τον προπονητή και τους δικοικούντες της ομάδας.
Και συ Γκάλη πάρτους το κεφάλι...
Με τον Άρη για 13 σχεδόν χρόνια κέρδισε τα πάντα. 8 πρωταθλήματα Ελλάδος, 5 κύπελλα και συμμετοχή σε τρια ευρωπαϊικά φάιναλ φορ, στα οποία όμως δεν ευτύχησε να πάρει κάποιο τρόπαιο. Τα νούμερα του? Δείτε μόνοι σας. Έπαιξε σε 854 επίσημα παιγνίδια και σημείωσε 25.995 πόντους, 30.4 κατά μέσο όρο, ενώ σε 384 αγώνες στη μεγάλη κατηγορία του μπάσκετ σημείωσε 12.849 πόντους (33,4 κατά μέσο όρο) και είναι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών.
Επιπλέον βγήκε πολυτιμότερος παίχτης του πρωταθλήματος παραπάνω από 4 φορές. Η εποχή στον Άρη ήταν η καλύτερη για τον Νικ. Οι απίστευτες ενέργειες του, τα απίθανα καλάθια του, τα σπασίματα μέσης, τα θρυλικά τζαμπ σουτ με ταμπλό, τα τρίποντα και οι μαγικές ασίστ του, είχα μπει για τα καλά στο σπίτι του Έλληνα που στην γενικότερη τότε ευφορία της δεκαετίας του 80, είχε βρει τον άνθρωπο που έδινε σάρκα και οστά στα όνειρα του για ένα καλύτερο αύριο.
Ο κόσμος γέμιζε το Αλεξάνδρειο Μέλαθρο, που ζούσε μεγάλες βραδιές στα παιχνίδια του Άρη, με τον Γκάλη να παρομοιάζεται με γκάνγκστερ και τους υπόλοιπους (Γιαννάκης, Ιωάννου, Γουίλτζερ, Φιλίππου κλπ) να σιγοντάρουν και να δημιουργούν την πρώτη και μοναδική ομάδα στον ελληνικό αθλητισμό που είχε καθολική αποδοχή από όλους τους φιλάθλους.
Ο γκάνγκστερ με τα γαλανόλευκα Στην εθνική ομάδα, ο Γκάλης δεν έδωσε απλά άλλη οντότητα. Ουσιαστικά της έδωσε την υπόσταση που έχει σήμερα και θεωρείται μια από τις κορυφαίες στον κόσμο. Η καριέρα του στα γαλανόλευκα είχε δύο μεγάλους σταθμούς. Ο ένας ήταν το μαγικό 1987 στην Αθήνα και ο δεύτερος δυό χρόνια μετά το 1989 στο Ζάγκρεμπ.
Και εδώ οι αριθμοί του καταπληκτικοί. 168 συμμετοχέςκαι 5.130 πόντοι. Πήρε μέρος σε 4 Ευρωμπασκετ και βγήκε πρώτος σκόρερ σε όλα. Το ρεκόρ πόντων του με την Εθνική ομάδα ήταν 53 πόντοι στο Μουντομπασκετ της Ισπανίας με αντίπαλο τον Παναμα. Εκεί βέβαια που πραγματικά έδωσε ρέστα, ήταν το ευρωμπάσκετ του 87' που έγινε στην Αθήνα. Εκεί ο Γκάλης έφτασε το μέγιστο της απόδοσης του.
Όλες εκείνες οι μέρες ήταν απίστευτες για την ελληνική κοινωνία. Τίποτα δεν προιδέαζε για το τι θα ακολουθούσε. Η εθνική ήταν σε εξαιρετική κατάσταση και από παιχνίδι σε παιχνίδι οι προσδοκίες αυξάνονταν. Νίκη με Ρουμανία στην πρεμιέρα, νίκη με Γιουγκοσλαβία ήττα από Ισπανία και Σοβιετική Ένωση και νίκη με Ιταλία, Γαλλία και στον ημιτελικό με Γιουγκοσλαβία (δυο φορές στο ίδιο τουρνουά ενώ είχαμε να τους κερδίσουμε σε επίσημο αγώνα παραπάνω από 30 χρόνια!)
Σε όλα τα παιχνίδια ο Γκάλης ήταν πρώτος σκόρερ και από κοντα ακολουθούσαν ο μεγάλος Παναγιώτης Γιαννάκης (το alter ego του Νικ) και οι καταπληκτικοί Π. Φασούλας και Φ. Χριστοδούλου. Στον τελικό της 14ης Ιουνίου 1987 όλη η χώρα είχε "καρφωθεί" στις τηλεοράσεις της, για τον μεγάλο τελικό.
Εκεί ο Νικ κάνει ίσως την κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του και με 40 πόντους είναι ο πρωταγωνιστής στην μεγαλύτερη μέχρι πρόσφατα επιτυχία του ελληνικού μπάσκετ. Το 103-101 με τις βολές του Αργύρη Καμπούρη ήταν γεγονός, η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, αλλά ο Γκάλης είχε κλέψει τις εντυπώσεις και ανήκε πλέον στην σφαίρα του μύθου... Πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης, κορυφαίος Έλληνας αθλητής της χρονιάς και κορυφαίος Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας...
Δυό χρόνια μετά στο Ζάγκρεμπ το ίδιο σκηνικό. Ο Νικ καθοδηγούσε την Εθνική και σε όλους μας, παρά την δεύτερη θέση, έπειτα απο ήττα στον τελικό με την καλύτερη Γιουγκοσλαβία όλων των εποχών, έμεινη η κίνηση να σηκώσει τα χέρια του και να πανηγυρίσει, πριν καν μπει το απίστευτο τρίποντο του Φάνη Χριστοδούλου στον ημιτελικό με την Σοβιετική Ένωση που έληξε 81-80 υπέρ μας.
Το άδοξο τέλος και το Γκαλόσημο Το 1992 ο Γκάλης έπειτα από έντονη σκέψη κσι συζητήσεις καταλήγει στον Παναθηναϊκό, μετά απο 12 χρόνια παρουσίας στον Άρη, αλλα αυτή η αλλαγή δεν του βγήκε όπως ήθελε. Έτσι δυό χρόνια μετά το 1994 σε ηλικία 37 ετών αποφασίζει να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Οι απόψεις ήταν διφορούμενες.. Κάποιοι κατηγόρησαν τον Γκάλη για πατριαρχική στάση που την κουβάλαγε από παλιά και άλλοι αναθεμάτιζαν τους εμπλεκόμενους που τελείωσε άδοξα μια τέτοια καριέρα.
Το σημαντικό εδώ όμως δεν είναι αυτο... Ο Νίκος Γκάλης προσωπικά για εμένα δεν ήταν απλά ένας αθλητής. Ήταν φαινόμενο. Όπως ο Καζαντζίδης. Είναι οι δύο μοναδικοί σύγχρονοι Έλληνες που θα μπορούσαν με ένα νεύμα του χεριού τους να ξεσηκώσουν εκατομμύρια Έλληνες.
Ο Γκάλης έφερε τον αθλητισμό στα σπίτια των ανθρώπων. Έκανε χιλιάδες παιδιά να γεμίσουν τις αλάνες και τα γήπεδα μπάσκετ, όντας ένα σωστό και υγιές πρότυπο για τη νεολαία. Έδωσε αθλητική υπόσταση στον μέτριο μέχρι τότε αθλητισμό μας. Ήταν μια φυσιογνωμία εμβληματική, ένας τύπος κουλ και ωραίος, αθλητικός, προσιτός αλλά και τόσο σταρ. Το εξέπεμπε όμως. Του έβγαινε φυσικά και αβίαστα. Σε ότι έκανε και έλεγε. Δεν ήταν φτιαχτός. Αυτο κατάλαβε ο κόσμος και τον λάτρεψε. Γι'αυτό μίλησε στην ψυχή του.
Ο 55χρονος σήμερα Νίκος Γκάλης, διατηρεί έναν τεράστιο χώρο άθλησης για παιδιά στην Χαλκιδική και ζει ευτυχισμένος με την οικογένεια του μακριά από τα φλας της δημοσιότητας που κάποτε τον είχαν λατρέψει. Κάποιο παράπονο ίσως το έχει μιας και η πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς δεν έχουν κάνει αυτό που πρέπει για να τιμήσουν την προσφορά και την αξία του στον ελληνικό αθλητισμό.
Ούτε ένα γήπεδο με το όνομα του. Ούτε μια προσπάθεια αξιοποίησης του. Και ρε παιδιά αν τελικά σε αυτή την ρημαδοχώρα άξιζε να πληρώνουμε κάποιον φόρο αυτός σίγουρα θα ήταν το Γκαλόσημο...