Παραμονή Χριστουγέννων, κάπου στις Άλπεις. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και το μόνο που ακούγονταν ήταν τα ουρλιαχτά των λύκων και ο μανιασμένος αέρας που δεν έλεγε να κοπάσει...
"Μα πως βρέθηκα εδώ?" αναρωτήθηκε ο Κλάρενς προσπαθώντας να ανοίξει τα μάτια του, κοιτώντας με δέος τα βουνά που τον περικύκλωναν.
Το ρολόι έδειχνε περασμένες 12 και αυτά τα μεσάνυχτα ήταν τα πιό δύσκολα της ζωής του νεαρού εξερευνητή. Το κρύο διαπερνούσε το σώμα του και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά... Πως χάθηκε από την υπόλοιπη ομάδα? Τι θα κάνει τώρα?
Η σκέψη του Κλάρενς έτρεχε όλο και πιό γρήγορα γιατί ο καιρός χειροτέρευε και όλα έδειχναν πως μια μεγάλη χιονοθύελλα ήταν προ των πυλών... Με μια ματιά επεξεργάστηκε το τοπίο και διέκρινε ένα ξύλινο σπίτι, 500 μέτρα περίπου από εκεί που ήτανε. Τα παράθυρα του φεγγοβολούσαν και καπνός έβγαινε από την καμινάδα του, στοιχεία που έδειχναν πως κάποιος ήταν μέσα. Αυτή την σκέψη την διέκοψε ένας τρομερός αέρας...
Σηκώθηκε αμέσως και ξεκίνησε να περπατάει με βήμα αργό και σταθερό. Οι μπότες του βυθίζονταν στο χιονισμένο έδαφος και τα πόδια ήταν παγωμένα, αλλά διάολε, έπρεπε να συνεχίσει...
Αν δεν το έκανε θα χανόταν στο χιόνι μιά για πάντα. Δεν θα έβλεπε ξανά τους φίλους του, τους συγγενείς του μα πάνω απ΄ολα την γυναίκα της ζωής του, την Έλμα...
Η χιονοθύελλα ήταν πια γεγονός. Ο Κλάρενς συνεχίζει να περπατάει. Ξαφνικά, από την ένταση της θύελλας και του χιονιού, παραπατάει και σωριάζεται στο έδαφος... Προσπαθεί να σηκωθεί αλλά μάταια. Καθαρίζει το πρόσωπο του από το χιόνι και νιωθει τα χείλη του παγωμένα και ξερά. "Δεν... δεν... αντέχω άλλο" ψελλίζει και αμέσως λιποθυμάει. Ονειρεύεται... Είναι σε ένα σπίτι. Τόσο γνωστό σε αυτόν. Αυτά τα κάδρα στον τοίχο."Μα ναι, είμαι σπίτι μου, στο σπίτι των γονιών μου..." σκέφτεται ανεπαίσθητα. Ο Κλάρενς έχει χάσει τους γονείς του 5 χρόνια πριν σε ένα αεροπορικό δυστύχημα...
Προχωρώντας προς το σαλόνι ακούει φωνές. Οικείες και ζεστές. "Μαμά, μπαμπά" φωνάζει δυνατά βλέποντας τους γονείς του να είναι καθισμένοι στο τραπέζι και να τρώνε... Δεν τον ακούνε όμως.
Ο Κλάρενς φωνάζει δυνατά αλλά μάταια. Δεν τον ακούν ούτε τον βλέπουν. Πηγαίνει κοντά τους να ακούσει τι λένε. Είναι χαρούμενοι και γελάνε... Κοιτάνε φωτογραφίες ενός μωρού. Μα ναι, είναι ο ίδιος. Ο Κλάρενς σε μικρή ηλικία.
Ξαφνικά η μητέρα του σηκώνεται και πηγαίνει προς το υπνοδωμάτιο. Γυρίζει αγκαλιά με ένα μωρό... Τα μάτια του Κλάρενς γεμίζουν με δάκρυα, καθώς συνειδητοποιεί πως το μωρό στην άγκαλιά της μητέρας του είναι αυτός... Το ρολόι στον τοίχο του σπιτιού δείχνει 12.30.
Ο Κλάρενς παρατηρεί πως το σπίτι είναι στολισμένο. Ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα στο παράθυρο, μια γαλοπούλα ψημένη και μυρωδάτη στο τραπέζι... Και οι γονείς του, κρατώντας στην αγκαλιά αυτόν... Τα δάκρυα του νεαρού εξερευνητή δεν σταματάνε να τρέχουν. Νιώθει πλημμυρισμένος από αγάπη. αλλά και θλίψη. Για το άδικο χαμό των γονιών του. Επειδή δεν πρόλαβε να τους αποχαιρετήσει, επειδή δεν προλαβε να ζητήσει συγγνώμη για τα λάθη που έκανε μικρός και τους πίκρανε... Για τις φορές που μιλούσε άσχημα, και για τότε που έκανε μέρες να πάει επίσκεψη στο σπίτι του, γιατί ήταν.. πνιγμένος στην δουλειά. Είχε τόσα πολλά να τους πει... Τόσα πολλά να ζήσουν μαζί. Μα τώρα είναι αργά...
Αυτές του τις σκέψεις διέκοψε μια γνώριμη φωνή. "Κλάρενς, Κλάρενς... Με ακούς? " Ανοίγοντας τα μάτια του παρατηρεί μια φιγούρα σκυμμένη από πάνω του. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά και νιώθει παγωμένος και ξαπλωμένος στο ίδιο χιονισμένο τοπίο που βρίσκονταν πριν λιποθυμήσει.
Όμως, αυτό που διακρίνει δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Η φιγούρα που του μιλάει είναι ο πατέρας του. Με μια γρήγορη κίνηση τον σηκώνει και τον αγκαλιάζει, προτρέποντας τον να συνεχίσει τον δρόμο του.
"Έλα Κλάρενς προσπάθησε αγόρι μου, συνέχισε να περπατάς..." Μηχανικά σχεδον ο Κλάρενς, συνέχιζει αν και νιώθει καταπονημένος και εξαντλημένος από την υπερποσπάθεια. Το σπίτι φαίνεται όλο και πιό κοντά. Μετά από λίγα λεπτά φτάνουν στο κατώφλι του. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και από πίσω της εμφανίζεται η μητέρα του Κλάρενς. ""Ηρθατε επιτέλους? Σας περίμενα. Άντε, ελάτε, βιαστείτε θα κρυώσει το φαί..." τους λέει και αυτοί μπαίνουν στο σπίτι. Η ζεστασιά από το τζάκι είναι βάλσαμο για το παγωμένο κορμί του Κλάρενς που σιγά σιγά αρχίζει και συνέρχεται.
Το τραπέζι είναι γεμάτο από λιχουδιές και φαγητά που έχει έτοιμάσει η μητέρα του. "Εμείς πρέπει να φύγουμε Κλάρενς"¨του λέει ο πατέρας του, ενώ ο ίδιος έχει καθίσει στο τραπέζι. "Μααα μισό λεπτό, που θα πάτε δεν θα καθίσετε μαζί μου?" λέει ο Κλάρενς στον πατέρα του. "Τώρα που σας βρήκα έπειτα από καιρό θα φύγετε?' λέει με τρεμάμενη φωνή.
"Ναι παιδί μου πρέπει να φύγουμε. Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε το κάναμε. Να ξέρεις μόνο πως σε αγαπάμε πολύ και είσαι για μας το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής μας" λέει ο πατέρας του και με μιά κίνηση ανοίγει την πόρτα.
Η μητέρα του Κλάρενς σκύβει και φιλάει τρυφερά στο μάγουλο τον γιό της, σκουπίζοντας του τα δάκρυα..." Μη κλαίς παιδί μου, μην κλαίς, εμείς θα είμαστε πάντα δίπλα σου. Κοντά σου, σε ότι χρειαστείς..."
Με μιάς, η πόρτα κλείνει με δύναμη και οι γονείς του Κλάρενς εξαφανίζονται. Ο ίδιος σηκώνεται και προσπαθεί να τους ακολουθήσει. Ανοίγει την πόρτα αλλά δεν τους βλέπει. Δεν είναι κανείς εκεί έξω... Η χιονοθύελλα είναι τρομερή. "Τώρα καταλαβαίνω" σκέφτεται ο Κλάρενς.
Το ρολόι δείχνει 1.15 μετά τα μεσάνυχτα. Είναι ήδη Χριστούγεννα. Ο νεαρός εξερευνητής είναι πλέον ζεστός και ασφαλής, σκεπασμένος με μια κουβέρτα στο ξύλινο σπίτι, στους πρόποδες του βουνού.
Αυτά τα Χριστούγεννα για αυτόν ήταν τα πιό περίεργα αλλά συγχρόνως και τα πιό όμορφα. Όπως τότε που ήταν παιδί. Τα μάτια του σιγά σιγά κλείνουν... "Τίποτα δεν είναι πιό δυνατό από την αγάπη τελικά. Τίποτα. Όταν οι καρδιές είναι ζεστές, γεμάτες από συναισθήματα και μυρωδιές, καμία θύελλα δεν μπορεί να τις ραγίσει..." σκέφτεται και αποκοιμιέται...
Υ.Γ. Να αγαπάτε τους γονείς σας και να το δείχνετε...
* Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στην καταπληκτική ιδέα της Αριστέας για την Μικρή Χριστουγεννιάτικη ιστορία. Όλες τις ιστορίες θα τις βρείτε γραμμένες εδώ. Αριστέα μου, σε ευχαριστώ!