Δε ξέρω αν το κρύο σας μαθαίνει κάτι. Σε μένα πάντως οφείλω να ομολογήσω, μαθαίνει πολλά και κυρίως άσχημα. Με εκπλήσσει συνεχώς. Με ταράζει, με κάνει να αναρωτιέμαι τι είδους κοινωνία είμαστε. Σε τι έχουμε μετατραπεί, πως έχουμε καταντήσει...
Για όσους απο μας κινούμαστε με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, αλλά και για όσους κυκλοφορούν στους δρόμους αυτής της περίεργης πόλης, μια αδιάληπτη και συνεχής παρουσία ενός άλλου μας εαυτού, ενός ανθρώπου χωρίς συναισθήματα και ίχνος ανθρωπιάς, ενός κυνικού τέρατος, κάνει την εμφάνιση του και περπατάει, οδηγάει, κινείται μαζί μας, ζει και αναπνέει... κόβωντας τον πολύτιμο αέρα συνανθρώπων μας...
Νομίζω πως έχουμε επιλέξει να είμαστε έτσι. Μας βολεύει, κλεινόμαστε στο καβούκι μας και αδιαφορούμε για τον διπλανό μας.
Προχωράμε με σκυμμένο το κεφάλι, κοιτάζουμε με μισό μάτι τον άστεγο (που μπορεί να είναι και απατεώνας...) και μπαίνει από βαγόνι σε βαγόνι του ηλεκτρικού εκλιπαρόντας για μια μικρή βοήθεια, ένα κομμάτι ψωμί. Τον βλέπουμε άλλωστε κάθε μέρα. Το ίδιο βρώμικος, το ίδιο αποκρουστικός, το ίδιο... ψεύτης.
Καταλαβαίνω, έχουμε κουραστεί από τα ψέμματα. Κάποτε δίναμε λίγα ψιλά, αλλά τελικά καταλήξαμε πως όλοι είναι ίδιοι. Κλέβουν, είναι πρεζόνια (αυτή είναι η σωστή λέξη ε?) και γενικώς "άντε πάλι τα ίδια, εγώ γιατί πρέπει να τους ακούω?"... Μας χαλάνε και την μέρα ρε παιδί μου. Και αυτοί οι τύποι στον ηλεκτρικό και τα άλλα τα τσιγγανάκια στα φανάρια που έχουν το μυαλό τους συνέχεια στην βούτα...
Και οι άλλοι, αυτοί που έρχονται στα καταστήματα και τις δουλειές μας και ζητάνε μια μικρή βοήθεια για τους τυφλούς, τους νεφροπαθείς, τους φορείς τους AIDS. "''Ασε καλύτερα γιατί αν τους δώσω θα ξαναέρθουν...". σκεφτόμαστε ορθώς. Και συνεχίζουμε. Σχολάμε, πάμε σπίτια μας, τρώμε και το απογευματάκι ίσως βγούμε για κανέναν καφέ ή το βραδάκι για καμιά μπύρα...
Δεν το παίζω Πάπας, ούτε υπέρμαχος των, κάθε λογής, απατεώνων που κοιτάνε να κλέψουν και να εκμεταλλευτούν την ανθρωπιά του άλλου. Απλά τελευταία παρατηρώ περισσότερο. Παρατηρώ και σκέφτομαι. Και στεναχωριέμαι με την κοινωνία μας. Τους ανθρώπους της. Την ατολμία μας.
Την βόλεψη και την πάρτη μας κοιτάμε. Δεν πάμε πουθενά έτσι. Η μάλλον κάνω λάθος. Οδεύουμε ολοταχώς στον απόλυτο (εξ)ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής. Με φοβίζει πολύ η συνήθεια που μπορεί να γίνει λατρεία, εκπαιδεύοντας τον εαυτό μας να σταματήσει να νιώθει, να "κλείνει" τα μάτια σε αυτά που συμβαίνουν γύρω του, να μην αντιδρά στην αδικία και στα... εγκλήματα που διαπράττονται μπροστά του. Με εξουθενώνει αυτή η βάρβαρη καθημερινότητα που μας απομακρύνει όλο και πιό πολύ από τον προορισμό μας. Έχουμε γεννηθεί για να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε. Όχι για να μισούμε. Έχουμε γίνει πονηροί και χαιρέκακοι, αλαζόνες και μηδενιστικοί.
Τα παραπάνω τα διακρίνω στα βλέμματα των ανθρώπων. Ρίξτε μια ματιά και σεις και θα καταλάβετε. Περπατάς δίπλα σε μια γυναίκα και νιώθεις τον φόβο της μήπως είσαι βιαστής η κλέφτης. Εργάζεσαι και έχεις στο μυαλό σου στον συνάδελφο που πήρε προαγωγή και αναρωτιέσαι πως το έκανε. Μετά βέβαια βρίσκεις την άκρη. Αυτος... γλείφει, ενώ εσύ όχι. Είσαι καλύτερος αλλά δεν έχεις τις διασυνδέσεις που έχει αυτός.
Ακούς φωνές και τσακωμους στην πολυκατοικία σου και αντί να προσπαθήσεις να δεις τι γίνεται, κουκουλώνεσαι με την κουβέρτα μέχρι πάνω για να μην ακούς το κλάμα του μικρού παιδιού. Την επόμενη μέρα το κοιτάς με συγκαταβατικό τρόπο όταν το συναντάς στις σκάλες. Συνεχίζεις όμως γιατί άργησες για την δουλειά...
Ζεις και ξαναζείς την ίδια μέρα χωρίς καμία αλλαγή, αλλά δε σε πειράζει. Υπάρχει άλλωστε καιρός για να αλλάξεις τα πράγματα. Και έρχεται πάλι το βράδυ. Ξαπλώνεις. Απόψε είναι πιό ήσυχα. "Ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα", σκέφτεσαι από μέσα σου. Και όλα καλά.
Αυτή η συνεχόμενη καθίζηση του ψυχολογικού μας κόσμου, δένει αρμονικά με αυτή του πραγματικού. Και εγώ αρχίζω και φοβάμαι ολοένα και περισσότερο... Τις προάλλες μπήκε στο βαγόνι που ήμουν στον ηλεκτρικό ένας νεαρός. Κατάμαυρος από την βρωμιά, με σκισμένα ρούχα, εμφανώς καταβεβλημένος.
Με δυσκολία έσερνε τα πόδια του και η φωνή του ήταν βραχνή και αδύναμη. Παρακαλούσε για κάτι φαγώσιμο. Εμείς απλά κοιτάζαμε. Και αυτός παρακαλούσε. " Λίγο φαγητό ρε παιδιά, θα πεθάνω..." "Ελεος πιά", αναφώνησε μιά κυρία δίπλα μου. Ξαφνικά κάποιος του έδωσε ένα κουλούρι. Ο τρόπος που το έτρωγε με συγκλόνισε... Δαγκωματιά-δαγκωματιά λες και ήταν το πιό νόστιμο και ακριβό φαγητό του κόσμου. Χτυπούσε το χέρι του στο στέρνο του, με όση δύναμη του είχε απομείνει, ευχαριστώντας τον άνθρωπο που του έδωσε να φάει.
Εκείνη την στιγμή ένιωσα τόσο άβολα και άσχημα μέσα μου. Όχι γιατί δεν είχα κάτι να του δώσω. Αλλά για την κατάντια μας. Για την ματιά μας που είναι γεμάτη υποκρισία και κακία. Για το απάνθρωπο κράτος, για την έλλειψη πρόνοιας, για αυτά τα βασικά που πλέον πολλοί συνάνθρωποι μας δεν τα έχουν. Ο νεαρός στην επόμενη στάση κατέβηκε. Εμείς συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Καθαροί, χορτάτοι, με την συνείδηση μας ήσυχη. Υπήρχε κάποτε μια κοινωνία που λέτε, μα πλέον μας τελείωσε...