πρόσωπα από στάχτη
πρόσωπα δίχως ουρανό
πρόσωπα δίχως πρόσωπο
χτυπάνε τις αρβύλες τους
να μην ακούνε την καρδιά τους
σφίγγονται στη ζωστήρα τους
για να μη σωριαστούν
τους λένε για πατρίδα
μα δε φτάνει να ζεσταθούνε
τους δώσαν έν ΄αυτόματο
για να φοβούνται να πεθάνουν.
μεταφέρουν πυρομαχικά ανατινάζουν τις γέφυρες
βάζουν μεγάλες φωτιές
προδίνουν
πόσοι άνθρωποι απόψε αυτήν την ώρα
πεθαίνουν μες στη νύχτα σιωπηλά
ζωή ζωή
σ’ ακούμε να σε ποδοπατάνε μες στη νύχτα
σ’ ακούμε μέσα στο σκοτάδι να φωνάζεις βοήθεια
α, ζωή, στη μια γωνιά σε ντουφεκίζουν
και στην άλλη σηκώνεσαι ξανά και τραγουδάς
μ’ ακόμα πιο δυνατή τη φωνή σου…"
υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κ' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κ' οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο..."
πρόσωπα από στάχτη
πρόσωπα δίχως ουρανό
πρόσωπα δίχως πρόσωπο
χτυπάνε τις αρβύλες τους
να μην ακούνε την καρδιά τους
σφίγγονται στη ζωστήρα τους
για να μη σωριαστούν
τους λένε για πατρίδα
μα δε φτάνει να ζεσταθούνε
τους δώσαν έν ΄αυτόματο
για να φοβούνται να πεθάνουν.
πρόσωπα από στάχτη
πρόσωπα δίχως ουρανό
πρόσωπα δίχως πρόσωπο
χτυπάνε τις αρβύλες τους
να μην ακούνε την καρδιά τους
σφίγγονται στη ζωστήρα τους
για να μη σωριαστούν
τους λένε για πατρίδα
μα δε φτάνει να ζεσταθούνε
τους δώσαν έν ΄αυτόματο
για να φοβούνται να πεθάνουν.