Έχετε δει τον πίνακα του Ιταλού ζωγράφου Σάντρο Μποτιτσέλι,"Η γέννηση της Αφροδίτης"? Ένα σπάνιο έργο ασύλληπτης ομορφίας, φινέτσας και χάρης. Παρατηρώντας αυτό το... θαύμα του αναγεννησιακού καλλιτέχνη, μένεις έκθαμβος με την εξύμνηση του ωραίου, την σημασία που έδωσε στην λεπτομέρεια και ασυναίσθητα, ένα χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπο σου.
Αν υπήρχε κάποιος στην ελληνική κωμωδία που είχε μαζεμένα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αν θέλαμε να συνδυάσουμε την εμφάνιση, την εκλεπτυσμένη αίσθηση του χιούμορ και το στυλ, τότε δεν υπήρχε καταλληλότερος εκπρόσωπος, από τον αιώνιο εραστή του ωραίου, τον κοσμογυρισμένο μπον βιβέρ, τον σπουδαίο, Λάμπρο Κωνσταντάρα...
Γεννημένος σαν σήμερα, στις 13 Μαρτίου του 1913 στην Αθήνα (βέρος Κολωνακιώτης με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη), έμελλε να αφήσει ιστορία στον χώρο του κινηματογράφου και του θεάτρου, ως ένας εκ των μεγαλυτέρων κωμικών της εποχής του, και όχι μόνο.
Όταν ο Κωνσταντάρας έπαιζε ένα ρόλο, η παρουσία του γέμιζε το σκηνικό, με κύρια συστατικά την αρχοντιά, την φινέτσα, τις ξεκαρδιστικές ατάκες και την χαρακτηριστική φωνή του.
Τα νεανικά του χρόνια ήταν αφιερωμένα στον αθλητισμό, μιάς και ήταν τερματοφύλακας στην δεύτερη ομάδα, της (αγαπημένης του) ΑΕΚ, την περίοδο 1929-30΄. Την ίδια χρονιά κατατάσσεται, χωρίς την θέληση του, στην Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα, άπο όπου ουσιαστικά... δραπευτέυει κολυμπώντας. Γλιτώνει το Στρατοδικείο και ήδη σχεδιάζει στο μυαλό του το επόμενο βήμα.
Επόμενος σταθμός Γαλλία, Παρίσι. Ο Κωνσταντάρας πηγαίνει εκεί με σκοπό να σπουδάσει την τέχνη της χρυσοχοϊας, ώστε να αναλάβει αργότερα την οικογενειακή επιχείρηση στην Αθήνα. Δεν βρίσκει ενδιαφέρον σε αυτό και άμεσα αρχίζει να ψάχνεται για κάτι άλλο.
Επειτα από πολλές δουλειές, καταλήγει να παίζει κομπάρσος σε μιά θεατρική παράσταση, όπου τον ανακαλύπτει ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ και τον πείθει να σπουδάσει υποκριτική. Όπερ και εγένετο. Τελειώνει την θεατρική σχολή "Ατενέ" και έπειτα από 4χρονη παραμονή στην "Πόλη του Φωτος", επιστρέφει στην βάση του.
Η πρώτη παράσταση που συμμετέχει είναι "Τα παράσημα της γριούλας", με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη. Οι βάσεις έχουνε μπει και η... εκτόξευση είναι θέμα χρόνου. Το 1939 ακολουθούν "Ο μισάνθρωπος" του Μολιέρου και "Το Στραβόξυλο" του Δημήτρη Ψαθά. Τα επόμενα χρόνια συμμετέχει στον θίασο της Μιράντας Μυράτ και του Γιώργου Παππά και αρχίζει να γίνεται γνωστός στο ευρύτερο κοινό. Δίνει παραστάσεις στην Κύπρο, την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη.
Δειλά-δειλά, αρχίζουν να αχνοφαίνονται και τα πρώτα σημάδια της επιρροής που θα ασκούσε τα επόμενα χρόνια και στο ωραίο φύλο.
Τα καταγάλανα μάτια, το αρχοντικό του παράστημα και οι τρόποι του, τον κάνουν ακαταμάχητο στις γυναίκες. Στις φωτογραφίες της εποχής ο Κωνσταντάρας ποζάρει κάθε φορά και με διαφορετική γυναίκα δίπλα του. Είναι ήδη ένας σταρ, μεγαλύτερος της εποχής του...
Τα χρόνια που ακολούθουν είναι γεμάτα επιτυχίες. Εκτός από την τεράστια γκάμα έργων που συμμετέχει θεατρικά, εμφανίζεται και στον κινηματογράφο, εκεί που οι ρόλοι του ως, ώριμου κυρίως γυναικά και πατέρα ατίθασων κοριτσιών, αφήνουν εποχή.
"Ούτε γάτα, ούτε ζημιά", "Ο ζηλιαρόγατος", "Ένας Δον Ζουαν για κλάματα", "Η Λίζα και η άλλη", "Η Αλίκη στο ναυτικό", ¨Ο Καζανόβας", "Η χαρτοπαίχτρα", "Τζένη-Τζένη", "Η κόρη μου η σοσιαλίστρια", "Η γυναίκα μου τρελάθηκε", Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα", "Ο γεροντοκόρος", "Βίβα Ρένα", "Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι", "Ο σπαγγοραμμένος", "Ο τρελός τα΄χει 400", "Κρίμα το μπόι σου", "Ο φαφλατάς", "Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα", "Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ", είναι κάποιες από τις, περισσότερες από 70 (!!!), ταινίες που συμμετέχει, στις περισσότερες ως πρωταγωνιστής.
Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Βλαχοπούλου, Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος, Διαλυνά, Εξαρχάκος, Κοντού, Μπάρκουλης, Αλεξανδράκης, Ρίζος, Λάσκαρη, Σακελλάριος, Κατσουρίδης, Ψαθάς, Λάσκος, Καραγιάννης, Πρετεντέρης και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Το 1963 δημιουργεί τον δικό του θίασο και πρωταγωνιστεί σε θεατρικά έργα μεγάλων συγγραφέων (Ίψεν, Ευγ. Ο΄Νηλ, Σώμερσετ Μομ, Αγκάθα Κρίστι, Ντεβάλ). Ο Κωνσταντάρας συνδυάζει το στυλ και το κωμικό στοιχείο με απόλυτα αρμονικό τρόπο. Πολλές φορές το παίξιμο του έχει τραγικά και αυτοσαρκαστικά στοιχεία και αυτό τον κάνει ακόμα πιό αγαπητό, στο τότε απαιτητικό, λόγω των τεράστιων ηθοποιών της εποχής, ελληνικό κοινό.
Στην προσωπική του ζωή ο πρώτος γάμος έρχεται το 1945 με την Γιούλη Γεωργοπούλου, με την οποία αποκτά τον, γνωστό αργότερα δημοσιογράφο και βουλευτή, Δημήτρη Κωνσταντάρα (ο οποίος θα του χαρίσει και δύο εγγόνια, την Παυλίνα και τον Λάμπρο). Ο δεύτερος και τελευταίος γάμος του, έρχεται το 1971 με την Φιλιώ Κεκάτου.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα περνάει στην αγαπημένη του Βάρκιζα. Από το 1978 που υπέστη το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο (το δεύτερο ήταν το 1983), αρχίζει η πνευματική και σωματική πτώση.
Αρχίζει να κλείνεται στον εαυτό του και απομονώνεται, γιατί κατά τα λεγόμενα του, ήθελε ο κόσμος να τον θυμάται ακμαίο και όρθιο και όχι καταβεβλημένο, άρρωστο και ανήμπορο. Στις 28 Ιουνίου του 1985, ο μέγιστος Λάμπρος Κωνσταντάρας αφήνει στο Ασκληπιείο της Βούλας την τελευταία του πνοή.
Ένας τεράστιος κωμικός, ένας Κύριος (ναι, με κάπα κεφαλαίο), ένας ευγενής που χάριζε απλόχερα το γέλιο, ένας λάτρης της γυναικείας ομορφιάς, ο Κωνσταντάρας ήταν ένας διαφορετικός, αλλά γοητευτικά απλοϊκός ηθοποιός στο παίξιμο του, τόσο, που όταν τον βλέπω στις ταινίες του, μια φράση του Τσάρλυ Τσαπλιν έρχεται στο μυαλό μου: "Το μόνο που χρειάζομαι για να κάνω μια κωμωδία είναι ένα πάρκο, ένας αστυνόμος και ένα ωραίο κορίτσι." Έτσι απλά. Τα ξαναλέμε.